Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεύομαι
  2. θα γευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεύομαι