Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεγές < γαλλική yéyé (η ροκ μουσική του '60) < παραφθορά του αγγλικού yeah

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεγές αρσενικό

  • νεαρός της δεκαετίας του '60 και του '70 με μακριά μαλλιά και έξαλλο για την εποχή ντύσιμο, που ακούει ξένη ροκ μουσική

  Μεταφράσεις επεξεργασία