Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γαργαλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γαργαλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαργαλίζω
  3. θα γαργαλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαργαλίζω