Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαμφηλαί < γόμφος με επίδραση της λέξης γαμψός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαμφηλαί θηλυκό πληθ.

  1. τα σαγόνια ζώου
  2. το ράμφος