γαμπρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γαμπρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γαμπρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαμπρίζω
- θα γαμπρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαμπρίζω