Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βρωμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βρωμάω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρωμάω
  3. θα βρωμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρωμάω