Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βρομοκοπήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρομοκοπώ
  2. θα βρομοκοπήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρομοκοπώ