βραβευτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βραβευτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βραβεύομαι
- θα βραβευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βραβεύομαι
βραβευτούν