βουβιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβουβιάζω
- (ιδιωματικό) χωρίζω σε μερίδια
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουβιάζω | βούβιαζα | θα βουβιάζω | να βουβιάζω | βουβιάζοντας | |
β' ενικ. | βουβιάζεις | βούβιαζες | θα βουβιάζεις | να βουβιάζεις | βούβιαζε | |
γ' ενικ. | βουβιάζει | βούβιαζε | θα βουβιάζει | να βουβιάζει | ||
α' πληθ. | βουβιάζουμε | βουβιάζαμε | θα βουβιάζουμε | να βουβιάζουμε | ||
β' πληθ. | βουβιάζετε | βουβιάζατε | θα βουβιάζετε | να βουβιάζετε | βουβιάζετε | |
γ' πληθ. | βουβιάζουν(ε) | βούβιαζαν βουβιάζαν(ε) |
θα βουβιάζουν(ε) | να βουβιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούβιασα | θα βουβιάσω | να βουβιάσω | βουβιάσει | ||
β' ενικ. | βούβιασες | θα βουβιάσεις | να βουβιάσεις | βούβιασε | ||
γ' ενικ. | βούβιασε | θα βουβιάσει | να βουβιάσει | |||
α' πληθ. | βουβιάσαμε | θα βουβιάσουμε | να βουβιάσουμε | |||
β' πληθ. | βουβιάσατε | θα βουβιάσετε | να βουβιάσετε | βουβιάστε | ||
γ' πληθ. | βούβιασαν βουβιάσαν(ε) |
θα βουβιάσουν(ε) | να βουβιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουβιάσει | είχα βουβιάσει | θα έχω βουβιάσει | να έχω βουβιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις βουβιάσει | είχες βουβιάσει | θα έχεις βουβιάσει | να έχεις βουβιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει βουβιάσει | είχε βουβιάσει | θα έχει βουβιάσει | να έχει βουβιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουβιάσει | είχαμε βουβιάσει | θα έχουμε βουβιάσει | να έχουμε βουβιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε βουβιάσει | είχατε βουβιάσει | θα έχετε βουβιάσει | να έχετε βουβιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βουβιάσει | είχαν βουβιάσει | θα έχουν βουβιάσει | να έχουν βουβιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουβιάζω
|