βομβιστής αυτοκτονίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβομβιστής αυτοκτονίας αρσενικό (θηλυκό βομβίστρια αυτοκτονίας)
- αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βομβιστής αυτοκτονίας