Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βοηθηθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βοηθιέμαι
  2. θα βοηθηθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βοηθιέμαι