βογκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βογκίζω < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω (αλλά επικράτησε το γκ στο βογκίζω)
Ρήμα
επεξεργασία
βογκίζω
- βογκώ, βγάζω βαθύ στεναγμό, άναρθρη φωνή, πονάω
- γρινιάζω, διαμαρτύρομαι