βοήσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
- βοήσομαι
- α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος βοάω (βοῶ)
- "Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν" [= Και εγώ θα κραυγάσω της ημέρας τη δύναμη (σπουδαιότητα) !] (απόσπασμα πανηγυρικού λόγου του Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου)
- → δείτε τη λέξη βοάω