Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαχομπαρόκ < βλαχο- + μπαρόκ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαχομπαρόκ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία