Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βλασφημήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλασφημώ
  2. θα βλασφημήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλασφημώ