βλασφημήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βλασφημήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βλασφημώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλασφημώ
- θα βλασφημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλασφημώ