Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βλασφημήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βλασφημώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλασφημώ
  3. θα βλασφημήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλασφημώ