Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιτσίζω < βίτσα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βιτσίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία