Δείτε επίσης: βιντεοσκοπούμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βιντεοσκοπούμε

  • α' πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος βιντεοσκοπώ