βιβλιοδετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβιβλιοδετούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος βιβλιοδετώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βιβλιοδετούμαι | βιβλιοδετούμουν | θα βιβλιοδετούμαι | να βιβλιοδετούμαι | ||
β' ενικ. | βιβλιοδετείσαι | βιβλιοδετούσουν | θα βιβλιοδετείσαι | να βιβλιοδετείσαι | ||
γ' ενικ. | βιβλιοδετείται | βιβλιοδετούνταν | θα βιβλιοδετείται | να βιβλιοδετείται | ||
α' πληθ. | βιβλιοδετούμαστε | βιβλιοδετούμασταν βιβλιοδετούμαστε |
θα βιβλιοδετούμαστε | να βιβλιοδετούμαστε | ||
β' πληθ. | βιβλιοδετείστε | βιβλιοδετούσασταν βιβλιοδετούσαστε |
θα βιβλιοδετείστε | να βιβλιοδετείστε | βιβλιοδετείστε | |
γ' πληθ. | βιβλιοδετούνται | βιβλιοδετούνταν | θα βιβλιοδετούνται | να βιβλιοδετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βιβλιοδετήθηκα | θα βιβλιοδετηθώ | να βιβλιοδετηθώ | βιβλιοδετηθεί | ||
β' ενικ. | βιβλιοδετήθηκες | θα βιβλιοδετηθείς | να βιβλιοδετηθείς | βιβλιοδετήσου | ||
γ' ενικ. | βιβλιοδετήθηκε | θα βιβλιοδετηθεί | να βιβλιοδετηθεί | |||
α' πληθ. | βιβλιοδετηθήκαμε | θα βιβλιοδετηθούμε | να βιβλιοδετηθούμε | |||
β' πληθ. | βιβλιοδετηθήκατε | θα βιβλιοδετηθείτε | να βιβλιοδετηθείτε | βιβλιοδετηθείτε | ||
γ' πληθ. | βιβλιοδετήθηκαν βιβλιοδετηθήκαν(ε) |
θα βιβλιοδετηθούν(ε) | να βιβλιοδετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βιβλιοδετηθεί | είχα βιβλιοδετηθεί | θα έχω βιβλιοδετηθεί | να έχω βιβλιοδετηθεί | βιβλιοδετημένος | |
β' ενικ. | έχεις βιβλιοδετηθεί | είχες βιβλιοδετηθεί | θα έχεις βιβλιοδετηθεί | να έχεις βιβλιοδετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βιβλιοδετηθεί | είχε βιβλιοδετηθεί | θα έχει βιβλιοδετηθεί | να έχει βιβλιοδετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βιβλιοδετηθεί | είχαμε βιβλιοδετηθεί | θα έχουμε βιβλιοδετηθεί | να έχουμε βιβλιοδετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βιβλιοδετηθεί | είχατε βιβλιοδετηθεί | θα έχετε βιβλιοδετηθεί | να έχετε βιβλιοδετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βιβλιοδετηθεί | είχαν βιβλιοδετηθεί | θα έχουν βιβλιοδετηθεί | να έχουν βιβλιοδετηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιοδετούμαι
|