βιβλιοδετήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβιβλιοδετήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βιβλιοδετώ
- θα βιβλιοδετήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βιβλιοδετώ