Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βεβαιωθούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βεβαιώνομαι
  2. θα βεβαιωθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βεβαιώνομαι