βασιστούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βασιστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βασίζομαι
- θα βασιστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βασίζομαι
βασιστούν