Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλανεύς < βαλανεῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλανεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο επιστάτης/ υπάλληλος / υπηρέτης του βαλανείου (των λουτρών)
  2. ο φλύαρος άνθρωπος (δεδομένου ότι οι βαλανείς είχαν τη φήμη φλύαρων)