Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλανεύς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλανεύς
<
βαλανεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαλανεύς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο επιστάτης/ υπάλληλος / υπηρέτης του βαλανείου (των λουτρών)
ο
φλύαρος
άνθρωπος (δεδομένου ότι οι βαλανείς είχαν τη φήμη φλύαρων)