βαλέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλέρ θηλυκό άκλιτο
- η χρονική διαφορά (συνήθως μίας ή λίγων ημερών) μεταξύ της κατάθεσης ενός χρηματικού ποσού και της δυνατότητας ανάληψής του
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλέρ
|