βακχάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βακχάω < Βάκχος
Ρήμα
επεξεργασίαβακχάω
- παραληρώ υπό βακχική μανία
- μαίνομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα βακχάω απαντάται στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας 497)