Ετυμολογία

επεξεργασία
βακχάω < Βάκχος

βακχάω

  1. παραληρώ υπό βακχική μανία
  2. μαίνομαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα βακχάω απαντάται στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας 497)