Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βακέσιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βακέσιο
<
αγγλικά
vacation
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
vaˈce.sço
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βακέσιο
ουδέτερο
άκλιτο
(
ελληνοαμερικανικά
) οι
διακοπές
⮡
Πήρα μια βδομάδα
βακέσιο
και πήγα με τα παιδιά στη Φλόριντα.