βαθμός συναγερμού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθμός συναγερμού < → δείτε τις λέξεις βαθμός και συναγερμός
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
βαθμός συναγερμού αρσενικό
- (νομικός όρος), (στρατιωτικός όρος): μέτρον έντασης και έκτασης επιχειρήσεων, όπως π.χ. ενισχυμένος συναγερμός, γενικός συναγερμός
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθμός συναγερμού
|