Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθμός οξύτητας: <  δείτε τις λέξεις βαθμός και οξύτητας

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

βαθμός οξύτητας αρσενικό

  • (χημεία): μονάδα μέτρησης περιεκτικότητας οξέος, συνηθέστερα σε λάδια

Μεταφράσεις

επεξεργασία