βαθμός καθαρότητας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθμός καθαρότητας: < → δείτε τις λέξεις βαθμός και καθαρότητας
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
βαθμός καθαρότητας αρσενικό
- (χημεία): μονάδα μέτρησης περιεκτικότητας ευγενών μετάλλων σε κράματα, συνηθέστερα του αργύρου σε αμάλγαμα εκφραζόμενη και σε χιλιοστά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθμός καθαρότητας
|