Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθμός εγκαύματος < → δείτε τις λέξεις βαθμός και έγκαυμα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

βαθμός εγκαύματος αρσενικό

  1. (ιατρική): μέτρον έκτασης εγκαύματος
    έγκαυμα β΄ βαθμού, έγκαυμα δ΄ βαθμού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία