βαθμός εγκαύματος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβαθμός εγκαύματος αρσενικό
- (ιατρική): μέτρον έκτασης εγκαύματος
- έγκαυμα β΄ βαθμού, έγκαυμα δ΄ βαθμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμός εγκαύματος
|