βαθμός ασφαλείας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαβαθμός ασφαλείας αρσενικό
- (νομικός όρος): περιοριστικό μέτρο χειρισμού εγγράφων και σημάτων που συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό τους ως εμπιστευτικό, άκρως απόρρητο κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθμός ασφαλείας
|