Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμός αναπηρίας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και αναπηρίας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βαθμός αναπηρίας αρσενικό

  • (νομικός όρος): προσδιοριστικό μέτρο εκατοστιαίας αναλογίας αναπηρίας επί παθήσεων, τραυματισμών, ακρωτηριασμών κ.λπ. για παροχή σύνταξης ή άλλων ευεργετημάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία