βαθμολογήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβαθμολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαθμολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαθμολογώ
- θα βαθμολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαθμολογώ