βαβαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίαβαβαδίζω < βα βα βα (ήχοι μωρού ή καθυστερημένου) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασία- (ηχομιμητική λέξη) μπεμπεκίζω, βγάζω άναρθρους ήχου, βγάζω ήχους σαν μωρό ή άτομο με νοητική υστέρηση/καθυστέρηση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαβαδίζω | βαβάδιζα | θα βαβαδίζω | να βαβαδίζω | βαβαδίζοντας | |
β' ενικ. | βαβαδίζεις | βαβάδιζες | θα βαβαδίζεις | να βαβαδίζεις | βαβάδιζε | |
γ' ενικ. | βαβαδίζει | βαβάδιζε | θα βαβαδίζει | να βαβαδίζει | ||
α' πληθ. | βαβαδίζουμε | βαβαδίζαμε | θα βαβαδίζουμε | να βαβαδίζουμε | ||
β' πληθ. | βαβαδίζετε | βαβαδίζατε | θα βαβαδίζετε | να βαβαδίζετε | βαβαδίζετε | |
γ' πληθ. | βαβαδίζουν(ε) | βαβάδιζαν βαβαδίζαν(ε) |
θα βαβαδίζουν(ε) | να βαβαδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαβάδισα | θα βαβαδίσω | να βαβαδίσω | βαβαδίσει | ||
β' ενικ. | βαβάδισες | θα βαβαδίσεις | να βαβαδίσεις | βαβάδισε | ||
γ' ενικ. | βαβάδισε | θα βαβαδίσει | να βαβαδίσει | |||
α' πληθ. | βαβαδίσαμε | θα βαβαδίσουμε | να βαβαδίσουμε | |||
β' πληθ. | βαβαδίσατε | θα βαβαδίσετε | να βαβαδίσετε | βαβαδίστε | ||
γ' πληθ. | βαβάδισαν βαβαδίσαν(ε) |
θα βαβαδίσουν(ε) | να βαβαδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαβαδίσει | είχα βαβαδίσει | θα έχω βαβαδίσει | να έχω βαβαδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαβαδίσει | είχες βαβαδίσει | θα έχεις βαβαδίσει | να έχεις βαβαδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαβαδίσει | είχε βαβαδίσει | θα έχει βαβαδίσει | να έχει βαβαδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαβαδίσει | είχαμε βαβαδίσει | θα έχουμε βαβαδίσει | να έχουμε βαβαδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαβαδίσει | είχατε βαβαδίσει | θα έχετε βαβαδίσει | να έχετε βαβαδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαβαδίσει | είχαν βαβαδίσει | θα έχουν βαβαδίσει | να έχουν βαβαδίσει |
|