Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

βαβαδίζω < βα βα βα (ήχοι μωρού ή καθυστερημένου) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

  • (ηχομιμητική λέξη) μπεμπεκίζω, βγάζω άναρθρους ήχου, βγάζω ήχους σαν μωρό ή άτομο με νοητική υστέρηση/καθυστέρηση

Κλίση επεξεργασία