Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

βαβαδίζω < βα βα βα (ήχοι μωρού ή καθυστερημένου) + -ίζω

  • (ηχομιμητική λέξη) μπεμπεκίζω, βγάζω άναρθρους ήχου, βγάζω ήχους σαν μωρό ή άτομο με νοητική υστέρηση/καθυστέρηση