Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αψηφήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αψηφώ
  2. θα αψηφήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αψηφώ