Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αχνοφέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αχνοφέγγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αχνοφέγγω
  3. θα αχνοφέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αχνοφέγγω