αφόρητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφόρητα < αφόρητος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfo.ɾi.ta/
Επίρρημα επεξεργασία
αφόρητα
- τόσο πολύ που δεν μπορώ να το αντέξω
- πονάω αφόρητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφόρητα
|