Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αφεντέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφεντεύω
  2. θα αφεντέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφεντεύω