αυτοσυστηθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοσυστηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοσυστήνομαι
- θα αυτοσυστηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοσυστήνομαι