αυτοματοποιήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αυτοματοποιήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοματοποιώ
- θα αυτοματοποιήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοματοποιώ