Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτολογοκριθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτολογοκρίνομαι
  2. θα αυτολογοκριθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτολογοκρίνομαι