αυτολογοκριθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αυτολογοκριθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτολογοκρίνομαι
- θα αυτολογοκριθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτολογοκρίνομαι