αυτοδικήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αυτοδικήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτοδικώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδικώ
- θα αυτοδικήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδικώ