Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτοδικήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτοδικώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδικώ
  3. θα αυτοδικήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδικώ