Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτοδιαψευστούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδιαψεύδομαι
  2. θα αυτοδιαψευστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδιαψεύδομαι