Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ατενίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατενίζω
  2. θα ατενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατενίζω