Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ατακτήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατακτώ
  2. θα ατακτήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατακτώ