αστυνομοκρατηθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αστυνομοκρατηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστυνομοκρατούμαι
- θα αστυνομοκρατηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστυνομοκρατούμαι