Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αστεϊστούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστεΐζομαι
  2. θα αστεϊστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστεΐζομαι