Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αστεϊστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αστεΐζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστεΐζομαι
  3. θα αστεϊστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστεΐζομαι