αστερώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αστερώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστερώνω
- θα αστερώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστερώνω
αστερώσουμε